- χοντρούλης
- λα, λικο, χοντρούλικος, η , ο , χοντρούλός, η , ο , χοντρούτσικος, η , ο толстенький, толстоватый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοντρούλης — ο, θηλ. χοντρούλα, Ν ο κάπως χοντρός, χοντρούλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. κοντ ούλης)] … Dictionary of Greek
Алексиу, Элли — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Алексиу, Харис. Элли Алексиу греч. Έλλη Αλεξίου Род деятельности: писательница и переводчица … Википедия
χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
χοντρουλός — ή, ό, Ν χοντρούλης, χοντρούλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. ουλός (πρβλ. παχ ουλός)] … Dictionary of Greek
χοντρούλα — η, Ν βλ. χοντρούλης … Dictionary of Greek
χοντρούλικος — η, ο, Ν [χοντρούλης] χοντρούτσικος … Dictionary of Greek
Αλεξίου, Έλλη — (Ηράκλειο Κρήτης 1894 – Αθήνα 1988). Διακεκριμένη πεζογράφος και παιδαγωγός, αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη και του ποιητή Λευτέρη Αλεξίου. Εργάστηκε καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης και, μετά τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, έζησε σε χώρες του… … Dictionary of Greek